- ηδυτόκος
- ἡδυτόκος, -ον (Α)αυτός που παράγει γλυκά πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο-τόκος, ερωτο-τόκος, ιππο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδυτόκοιο — ἡδυτόκος producing sweets masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυτόκων — ἡδυτόκος producing sweets masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek